- σπουδαιολόγως
- σπουδαιο-λόγως, ernsthaft redend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπουδαιολόγως — Α επίρρ. βλ. σπουδαιολόγος … Dictionary of Greek
σπουδαιολόγος — ον ΜΑ αυτός που μιλάει για σημαντικά πράγματα, που ασχολείται με σοβαρά θέματα. επίρρ... σπουδαιολόγως Α με σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαῖος + λόγος*] … Dictionary of Greek